Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
ribbed
01
ραβδωτός, με ραβδώσεις
(of a fabric or piece of clothing) with a pattern of raised lines
02
με πλευρώσεις, ενισχυμένο με πλευρώσεις
furnished or strengthened with ribs
Λεξικό Δέντρο
ribbed
rib
Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
ραβδωτός, με ραβδώσεις
με πλευρώσεις, ενισχυμένο με πλευρώσεις
Λεξικό Δέντρο