Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
to revisit
01
επισκέπτομαι ξανά, εξετάζω ξανά
to visit or examine something again, typically with the intention of reviewing, reassessing, or experiencing it anew
Transitive: to revisit sth
Παραδείγματα
She revisited her favorite childhood book after many years.
Επισκέφτηκε ξανά το αγαπημένο της βιβλίο της παιδικής της ηλικίας μετά από πολλά χρόνια.
The committee agreed to revisit the issue at the next meeting.
Η επιτροπή συμφώνησε να επανεξετάσει το θέμα στην επόμενη συνάντηση.
Λεξικό Δέντρο
revisit
visit



























