LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Revaluation
/ɹɪvˌæljuːˈeɪʃən/
/ɹiˈvæɫjuˈeɪʃən/
Noun (1)
Ορισμός και Σημασία του "revaluation"
Revaluation
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΌ
01
a new appraisal or evaluation
word family
value
value
Verb
valuate
Verb
valuation
Noun
revaluation
Noun
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
rev up
rev matching
rev
reuse
reusable routine
revamp
reveal
revealed religion
revealing
reveille
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App