Resistible
volume
British pronunciation/ɹɪsˈɪstəbə‍l/
American pronunciation/ɹɪsˈɪstəbəl/

Ορισμός και Σημασία του "resistible"

resistible
01

capable of being resisted or withstood or frustrated

example
Παράδειγμα
download-mobile-app
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Langeek Mobile Application
Κατεβάστε την Εφαρμογή
LanGeek
Κατεβάστε την Εφαρμογή
langeek application

Download Mobile App

stars

app store