Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Reproof
01
επίπληξη, μέμψη
something that you do or say to disapprove someone’s behavior
Παραδείγματα
After the argument, she gave him a sharp reproof for his rude behavior at the dinner table.
Μετά τη διαφωνία, του έκανε μια απότομη επίπληξη για την αγενή συμπεριφορά του στο τραπέζι.
His stern reproof for their careless actions made them realize the gravity of the situation.
Η αυστηρή επίπληξή του για τις απρόσεκτες πράξεις τους τους έκανε να συνειδητοποιήσουν τη σοβαρότητα της κατάστασης.
to reproof
01
επιπλήττω, κατακρίνω
take to task
Λεξικό Δέντρο
reproof
proof
prove



























