Repeating
volume
British pronunciation/ɹɪpˈiːtɪŋ/
American pronunciation/ɹiˈpitɪŋ/, /ɹɪˈpitɪŋ/

Ορισμός και Σημασία του "repeating"

01

the act of doing or performing again

word family

repeat

repeat

Verb

repeating

Noun
example
Παράδειγμα
download-mobile-app
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Langeek Mobile Application
Κατεβάστε την Εφαρμογή
LanGeek
Κατεβάστε την Εφαρμογή
langeek application

Download Mobile App

stars

app store