Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Renown
01
φήμη, δόξα
the state of being admired and respected by many people
Παραδείγματα
The scientist achieved worldwide renown for his groundbreaking research on climate change.
Ο επιστήμονας κέρδισε παγκόσμια φήμη για την πρωτοποριακή του έρευνα σχετικά με την κλιματική αλλαγή.
Her renown as a chef grew after she won several prestigious culinary awards.
Η φήμη της ως σεφ αυξήθηκε αφού κέρδισε πολλά βραβεία κουζίνας.



























