Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
redoubtable
01
φοβερός, εντυπωσιακός
causing fear due to greatness or being impressive
Παραδείγματα
The redoubtable leader commanded respect from everyone in the room.
Ο επίφοβος ηγέτης διέταζε το σεβασμό όλων στο δωμάτιο.
He faced the redoubtable challenge of climbing the highest peak.
Αντιμετώπισε την φοβερή πρόκληση της ανάβασης στην υψηλότερη κορυφή.



























