LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Redoubtable
/ɹɪdˈaʊtəbəl/
/ɹiˈdaʊtəbəɫ/
Adjective (2)
Ορισμός και Σημασία του "redoubtable"
redoubtable
ΕΠΊΘΕΤΟ
01
τρομερός
causing fear due to greatness or being impressive
formidable
unnerving
02
τρομερός
having a strong character deserving respect, especially as an opponent
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
download application
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
download langeek app
download
Download Mobile App