Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
recuperative
01
αναρρωτικός, αποκαταστατικός
promoting one's health and strength after a period of injury or illness
Λεξικό Δέντρο
recuperative
recuperate
recuper
Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
αναρρωτικός, αποκαταστατικός
Λεξικό Δέντρο