LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Rectal
/ɹˈɛktəl/
/ˈɹɛktəɫ/
Adjective (1)
Ορισμός και Σημασία του "rectal"
rectal
ΕΠΊΘΕΤΟ
01
of or involving the rectum
word family
rectal
rectal
Adjective
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
recruitment
recruiting-sergeant
recruiter
recruit
recrudescent
rectal artery
rectal reflex
rectal vein
rectangle
rectangular
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App