Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Recording label
01
δισκογραφική εταιρεία, εταιρεία ηχογραφήσεων
a company that produces and markets recorded music, overseeing the recording, production, distribution, and promotion of music releases
Παραδείγματα
The artist was thrilled to sign with a prestigious recording label, launching their career to new heights.
Ο καλλιτέχνης ήταν ενθουσιασμένος που υπέγραψε με μια αξιόλογη δισκογραφική εταιρεία, ξεκινώντας την καριέρα του σε νέα ύψη.
Independent musicians often struggle to secure deals with major recording labels, opting instead to release their music through alternative channels.
Οι ανεξάρτητοι μουσικοί συχνά δυσκολεύονται να εξασφαλίσουν συμφωνίες με μεγάλες εταιρείες δίσκων, επιλέγοντας αντ' αυτού να κυκλοφορούν τη μουσική τους μέσω εναλλακτικών καναλιών.



























