Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
to recollect
01
θυμάμαι, αναπολώ
to bring to mind past memories or experiences
Transitive: to recollect memories or events
Παραδείγματα
The author 's memoir helped readers recollect the historical events of that era.
Οι απομνημονεύσεις του συγγραφέα βοήθησαν τους αναγνώστες να θυμηθούν τα ιστορικά γεγονότα της εποχής εκείνης.
Seeing the old yearbook made her recollect the antics of her high school friends.
Βλέποντας το παλιό ετήσιο βιβλίο την έκανε να θυμηθεί τις αταξίες των φίλων της στο λύκειο.
Λεξικό Δέντρο
recollect
collect



























