LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Recalculate
/ɹɪkˈælkjʊlˌeɪt/
/ɹiˈkæɫkjəˌɫeɪt/
Verb (1)
Ορισμός και Σημασία του "recalculate"
to recalculate
ΡΉΜΑ
01
calculate anew
word family
calcul
calcul
Verb
calculate
Verb
recalculate
Verb
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
recalcitrate
recalcitrant
recalcitrancy
recalcitrance
rec room
recalculation
recall
recall dose
recant
recantation
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App