Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
to readjust
01
επανπροσαρμόζω, τροποποιώ ξανά
to modify something once again
02
επαναπροσαρμόζω, προσαρμόζω ξανά
adjust again after an initial failure
Λεξικό Δέντρο
readjust
adjust
Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
επανπροσαρμόζω, τροποποιώ ξανά
επαναπροσαρμόζω, προσαρμόζω ξανά
Λεξικό Δέντρο