Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Ravisher
01
γοητευτική γυναίκα, συνεπιστρέφουσα γυναίκα
a very attractive or seductive looking woman
02
βιαστής, σεξουαλικός επιτιθέμενος
someone who assaults others sexually
Λεξικό Δέντρο
ravisher
ravish
Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
γοητευτική γυναίκα, συνεπιστρέφουσα γυναίκα
βιαστής, σεξουαλικός επιτιθέμενος
Λεξικό Δέντρο