Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Raincoat
01
αδιάβροχο, παλτό βροχής
a long, light coat, typically with a belt, made of water-resistant fabric that keeps us dry in the rain
Παραδείγματα
She grabbed her yellow raincoat before heading out into the storm.
Άρπαξε το κίτρινο αδιάβροχό της πριν βγει στην καταιγίδα.
The raincoat kept him dry during the unexpected downpour.
Το αδιάβροχο τον κράτησε στεγνό κατά τη διάρκεια της απροσδόκητης νεροποντής.
Λεξικό Δέντρο
raincoat
rain
coat



























