Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Railwayman
01
σιδηροδρομικός, εργαζόμενος στα τρένα
someone who works on or with trains and the railway system
Dialect
British
Παραδείγματα
The railwayman ensured the trains ran on time.
Ο σιδηροδρομικός εξασφάλιζε ότι τα τρένα λειτουργούσαν στην ώρα τους.
His father was a railwayman for over 30 years.
Ο πατέρας του ήταν σιδηροδρομικός για πάνω από 30 χρόνια.



























