Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Raffle
01
λόττο, κλήρωση
a competition where people buy tickets for a chance to win a prize, with the winner selected randomly
Παραδείγματα
She won a bike in the school raffle.
Κέρδισε ένα ποδήλατο στο λόττο του σχολείου.
They organized a raffle to raise money for charity.
Οργάνωσαν ένα λάχειο για να συγκεντρώσουν χρήματα για φιλανθρωπία.
to raffle
01
κληρώνω, διανέμω με λοταρία
dispose of in a lottery



























