Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Bank clerk
01
τραπεζικός υπάλληλος, ταμίας τράπεζας
an employee at a bank responsible for handling financial transactions, such as receiving and paying out money
Παραδείγματα
The bank clerk processed my deposit quickly and efficiently.
Ο τραπεζικός υπάλληλος επεξεργάστηκε την κατάθεσή μου γρήγορα και αποτελεσματικά.
She asked the bank clerk for assistance with her account balance.
Ζήτησε από τον τραπεζικό υπάλληλο βοήθεια με το υπόλοιπο του λογαριασμού της.



























