Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Bane
01
μιάσμα, κατάρα
something that causes continual trouble, misery, or destruction
Παραδείγματα
His arrogance was the bane of his leadership.
Η αλαζονεία του ήταν η κατάρα της ηγεσίας του.
Mosquitoes are the bane of summer evenings.
Τα κουνούπια είναι η μύγα των καλοκαιρινών βραδιών.
Λεξικό Δέντρο
baneful
bane



























