LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Pushing
/pˈʊʃɪŋ/
/ˈpʊʃɪŋ/
Noun (1)
Ορισμός και Σημασία του "pushing"
Pushing
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΌ
01
the act of applying force in order to move something away
word family
push
push
Verb
pushing
Noun
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
pushiness
pushful
pusher
pushed
pushchair
pushover
pushpin
pushtun
pushup
pushy
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App