Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Pup
01
κουτάβι, λυκάκι
a young dog, wolf, seal, etc.
02
αρχάριος, άπειρος
an inexperienced young person
to pup
01
γεννώ, γεννώ ένα κουτάβι
give birth to (a puppy)
Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
κουτάβι, λυκάκι
αρχάριος, άπειρος
γεννώ, γεννώ ένα κουτάβι