LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Pung
/pˈʌŋ/
/ˈpəŋ/
Noun (1)
Ορισμός και Σημασία του "pung"
Pung
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΌ
01
a one-horse sleigh consisting of a box on runners
word family
pung
pung
Noun
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
pundit
punctureless
punctured
puncture
puncturable
pungapung
pungency
pungent
pungently
punica
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App