pulmonary
pul
ˈpʊl
πουλ
mo
μα
na
ˌnɛ
νε
ry
ri
ρι
British pronunciation
/pˈʌlmənəɹi/

Ορισμός και σημασία του "pulmonary"στα αγγλικά

01

πνευμονικός, σχετικός με τους πνεύμονες

related to the lungs or the respiratory system
example
Παραδείγματα
Pulmonary function tests measure the capacity and efficiency of the lungs in delivering oxygen to the bloodstream.
Οι δοκιμές πνευμονικής λειτουργίας μετρούν την ικανότητα και την αποτελεσματικότητα των πνευμόνων στην παροχή οξυγόνου στο αίμα.
Smoking can lead to various pulmonary diseases such as chronic obstructive pulmonary disease ( COPD ) and lung cancer.
Το κάπνισμα μπορεί να οδηγήσει σε διάφορες πνευμονικές ασθένειες όπως η χρόνια αποφρακτική πνευμονοπάθεια (ΧΑΠ) και ο καρκίνος του πνεύμονα.
LanGeek
Κατεβάστε την Εφαρμογή
langeek application

Download Mobile App

stars

app store