Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
puissant
01
ισχυρός, επιδραστικός
having great power or influence, especially in a commanding or dignified way
Παραδείγματα
The king was a puissant ruler, feared and respected across the land.
Ο βασιλιάς ήταν ένας ισχυρός κυβερνήτης, που φοβόταν και σεβόταν σε όλη τη χώρα.
Her words carried a puissant authority that silenced the room.
Τα λόγια της κουβαλούσαν μια ισχυρή εξουσία που έκανε το δωμάτιο να σωπάσει.
Λεξικό Δέντρο
impuissant
puissant
puiss



























