Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Publicity
01
δημοσιότητα, προώθηση
actions or information that are meant to gain the support or attention of the public
Παραδείγματα
The company used social media publicity to promote its new product, generating buzz before the launch.
Η εταιρεία χρησιμοποίησε δημοσιότητα στα κοινωνικά δίκτυα για να προωθήσει το νέο της προϊόν, δημιουργώντας ενθουσιασμό πριν από την κυκλοφορία.
The celebrity 's scandal received so much publicity that it dominated the news cycle for weeks.
Το σκάνδαλο της διασημότητας έλαβε τόση δημοσιότητα που κυριάρχησε στον ειδησεογραφικό κύκλο για εβδομάδες.
02
δημόσια προβολή, ορατότητα
the quality of being open to public view
Λεξικό Δέντρο
publicity
public
publ



























