publicity
pub
ˈpəb
παμπ
li
λι
ci
σα
ty
ti
τι
British pronunciation
/pʌblˈɪsɪti/

Ορισμός και σημασία του "publicity"στα αγγλικά

01

δημοσιότητα, προώθηση

actions or information that are meant to gain the support or attention of the public
example
Παραδείγματα
The company used social media publicity to promote its new product, generating buzz before the launch.
Η εταιρεία χρησιμοποίησε δημοσιότητα στα κοινωνικά δίκτυα για να προωθήσει το νέο της προϊόν, δημιουργώντας ενθουσιασμό πριν από την κυκλοφορία.
The celebrity 's scandal received so much publicity that it dominated the news cycle for weeks.
Το σκάνδαλο της διασημότητας έλαβε τόση δημοσιότητα που κυριάρχησε στον ειδησεογραφικό κύκλο για εβδομάδες.
02

δημόσια προβολή, ορατότητα

the quality of being open to public view
LanGeek
Κατεβάστε την Εφαρμογή
langeek application

Download Mobile App

stars

app store