Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
publicized
01
δημοσιευμένος, ευρέως γνωστός
made known; especially made widely known
Λεξικό Δέντρο
publicized
publicize
public
publ
Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
δημοσιευμένος, ευρέως γνωστός
Λεξικό Δέντρο