LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Protuberate
/pɹətjˈuːbəɹˌeɪt/
/pɹətˈuːbɚɹˌeɪt/
Verb (2)
Ορισμός και Σημασία του "protuberate"
to protuberate
ΡΉΜΑ
01
form a rounded prominence
02
cause to bulge out or project
word family
protuber
protuber
Verb
protuberate
Verb
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
protuberant
protuberance
protrusive
protrusion
protrusile
protura
proturan
proud
proud as a peacock
proud as lucifer
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App