Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Prosperity
01
ευημερία
the state of economical growth and wealth
02
ευημερία, πλούτος
the state of being successful, particularly by earning a lot of money
Παραδείγματα
The country 's prosperity increased significantly after implementing economic reforms.
Η ευημερία της χώρας αυξήθηκε σημαντικά μετά την εφαρμογή των οικονομικών μεταρρυθμίσεων.
Education and innovation are key factors in achieving long-term prosperity.
Η εκπαίδευση και η καινοτομία είναι βασικοί παράγοντες για την επίτευξη μακροπρόθεσμης ευημερίας.
Λεξικό Δέντρο
prosperity
prosper



























