Proselyte
volume
British pronunciation/pɹˈɒslaɪt/
American pronunciation/pɹˈɑːslaɪt/

Ορισμός και Σημασία του "proselyte"

01

a new convert; especially a gentile converted to Judaism

proselyte

n

proselytism

n

proselytism

n

proselytize

v

proselytize

v
download-mobile-app
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Langeek Mobile Application
Κατεβάστε την Εφαρμογή
LanGeek
Κατεβάστε την Εφαρμογή
langeek application

Download Mobile App

stars

app store