Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
prolate
01
ωοειδής, οβάλ
rounded like an egg
02
προμηκής, επιμηκυμένος
having the polar diameter greater than the equatorial diameter
Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
ωοειδής, οβάλ
προμηκής, επιμηκυμένος