Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Proletarian
01
προλετάριος, εργάτης
a member of the working class (not necessarily employed)
proletarian
01
προλεταριακός, εργατικός
relating to a member of the working class
Παραδείγματα
The novel explores the life of a proletarian family living in impoverished conditions during the Great Depression.
Το μυθιστόρημα εξερευνά τη ζωή μιας προλεταριακής οικογένειας που ζει σε συνθήκες φτώχειας κατά τη Μεγάλη Ύφεση.
Proletarian art often depicted scenes of labor, industrialization, and the daily lives of working-class individuals.
Η προλεταριακή τέχνη απεικόνιζε συχνά σκηνές εργασίας, βιομηχανοποίησης και της καθημερινής ζωής των ατόμων της εργατικής τάξης.



























