LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Profitlessly
/pɹˈɒfɪtləslɪ/
/pɹˈɑːfɪtləsli/
Adverb (1)
Ορισμός και Σημασία του "profitlessly"
profitlessly
ΕΠΊΡΡΗΜΑ
01
without gain or profit
word family
profit
profit
Noun
profitless
Adjective
profitlessly
Adverb
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
profitless
profiterole
profiteer
profitably
profitableness
profits
profligacy
profligate
profligately
profound
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App