LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Procreative
/pɹˈɒkɹiətˌɪv/
/pɹˈɑːkɹiətˌɪv/
Adjective (1)
Ορισμός και Σημασία του "procreative"
procreative
ΕΠΊΘΕΤΟ
01
producing new life or offspring
word family
create
create
Verb
creative
Adjective
procreative
Adjective
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
procreation
procreate
procrastinator
procrastination
procrastinate
procrustean
procrustean bed
procrustean rule
procrustean standard
procrustes
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App