Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
private
01
ιδιωτικός, προσωπικός
used by or belonging to only a particular individual, group, institution, etc.
Παραδείγματα
She keeps her private thoughts and feelings to herself.
Κρατά τις ιδιωτικές της σκέψεις και συναισθήματα για τον εαυτό της.
The company held a private meeting to discuss sensitive financial matters.
Η εταιρεία πραγματοποίησε μια ιδιωτική συνάντηση για να συζητήσει ευαίσθητα οικονομικά θέματα.
02
ιδιωτικός, προσωπικός
involving a particular person or group of people
Παραδείγματα
She kept her private fears to herself, unwilling to burden anyone else.
Κράτησε τους προσωπικούς της φόβους για τον εαυτό της, δεν ήθελε να βαρύνει κάποιον άλλο.
His diary was filled with private musings about his dreams and insecurities.
Το ημερολόγιό του ήταν γεμάτο προσωπικές σκέψεις για τα όνειρά του και τις ανασφάλειές του.
04
ιδιωτικός, προσωπικός
concerning things deeply private and personal
05
ιδιωτικός, ήσυχος
(of a place) quiet and without noise or people interrupting
Private
01
στρατιώτης, δεκανέας
an enlisted man of the lowest rank in the Army or Marines
Λεξικό Δέντρο
privately
privateness
privatize
private
priv



























