Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Privacy
01
ιδιωτική ζωή, απόρρητο
a state in which other people cannot watch or interrupt a person
02
απόρρητο, ιδιωτική ζωή
the condition of being concealed or hidden
Λεξικό Δέντρο
privacy
priv
Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
ιδιωτική ζωή, απόρρητο
απόρρητο, ιδιωτική ζωή
Λεξικό Δέντρο