Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
to primp
01
στολίζομαι, καλλωπίζομαι
to spend time in front of a mirror to arrange hair and fix makeup or appearance in an attractive and elaborate way
Λεξικό Δέντρο
primping
primp
Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
στολίζομαι, καλλωπίζομαι
Λεξικό Δέντρο