Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Prime time
01
prime time, χρυσή ώρα
the time at which the largest number of people are watching TV or listening to the radio
Dialect
American
Παραδείγματα
Advertisers pay top dollar for commercials aired during prime time television slots.
Οι διαφημιζόμενοι πληρώνουν μεγάλα ποσά για διαφημίσεις που προβάλλονται κατά τη διάρκεια των prime time τηλεοπτικών ζωνών.
The new sitcom premieres tonight during prime time, attracting viewers of all ages.
Η νέα κωμική σειρά κάνει πρεμιέρα απόψε κατά τη διάρκεια της prime time, προσελκύοντας θεατές όλων των ηλικιών.



























