Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Primacy
01
πρωτοκαθεδρία, υπεροχή
the state in which a person or thing is of the highest importance, rank, or power
Παραδείγματα
The company ’s commitment to innovation established its primacy in the tech industry.
Η δέσμευση της εταιρείας για την καινοτομία καθιέρωσε την πρωτοκαθεδρία της στη βιομηχανία τεχνολογίας.
The primacy of the research findings was recognized with multiple awards and accolades.
Η πρωτοκαθεδρία των ερευνητικών αποτελεσμάτων αναγνωρίστηκε με πολλά βραβεία και επαίνους.
Λεξικό Δέντρο
primacy
prim



























