Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Premises
01
εγκαταστάσεις, κτίριο
the building and its surrounding land owned or used by a business
Παραδείγματα
The company 's premises included a modern office building surrounded by landscaped gardens.
Οι εγκαταστάσεις της εταιρείας περιλάμβαναν ένα μοντέρνο κτίριο γραφείων περιβαλλόμενο από διακοσμητικούς κήπους.
Visitors were required to sign in at the reception desk before entering the premises.
Οι επισκέπτες έπρεπε να συνδεθούν στην υποδοχή πριν εισέλθουν στους χώρους.



























