Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
postoperative
01
μετεγχειρητικός
relating to a period of time after a surgical operation
Λεξικό Δέντρο
postoperative
operative
operate
oper
Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
μετεγχειρητικός
Λεξικό Δέντρο