Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Bailiwick
01
πεδίο γνώσης, ειδικότητα
a branch of knowledge
02
δικαιοδοσία, αρμοδιότητα
the area over which a bailiff has jurisdiction
Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
πεδίο γνώσης, ειδικότητα
δικαιοδοσία, αρμοδιότητα