Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Bailiff
01
δικαστικός επιμελητής, αξιωματικός δικαιοσύνης
an officer in a court of law whose responsibility is to keep order, watch prisoners, etc.
Λεξικό Δέντρο
bailiffship
bailiff
Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
δικαστικός επιμελητής, αξιωματικός δικαιοσύνης
Λεξικό Δέντρο