Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Baggage car
01
βαγόνι αποσκευών, αμαξοστοιχία αποσκευών
a railway car designated for transporting luggage and other cargo
Παραδείγματα
They loaded their suitcases into the baggage car before boarding.
Φόρτωσαν τις βαλίτσες τους στο βαγόνι αποσκευών πριν επιβιβαστούν.
She retrieved her suitcase from the baggage car upon arrival.
Ανέκτησε την βαλίτσα της από το βαγόνι αποσκευών κατά την άφιξη.



























