Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Pom-pom
01
αντιαεροπορικό πυροβόλο, αντιαεροπορικό πολυβόλο
artillery designed to shoot upward at airplanes
02
πομπόν, φούντα
a fluffy, decorative ball of material, typically waved by cheerleaders during performances
Παραδείγματα
The cheerleaders shook their pom-poms as the team ran onto the field.
Οι χορευτές κούνησαν τα πομπόν τους καθώς η ομάδα έτρεχε στο γήπεδο.
She lost one of her pom-poms during the halftime routine.
Έχασε ένα από τα πομπόν της κατά τη διάρκεια της ρουτίνας του ημιχρόνου.



























