LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Bafflement
/bˈæfəlmənt/
/bˈæfəlmənt/
Noun (1)
Ορισμός και Σημασία του "bafflement"
Bafflement
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΌ
01
confusion resulting from failure to understand
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
baffled
baffle board
baffle
baffin island
baffin bay
baffling
bag
bag and baggage
bag drop
bag lady
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App