Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Pollution
Παραδείγματα
The pollution in the lake has made the water toxic to fish and plants.
Η ρύπανση στη λίμνη έχει κάνει το νερό τοξικό για τα ψάρια και τα φυτά.
Air pollution from nearby factories made the city ’s air quality dangerously low.
Η ρύπανση του αέρα από κοντινά εργοστάσια έκανε την ποιότητα του αέρα της πόλης επικίνδυνα χαμηλή.
02
ρύπανση, μολύνση
the introduction of harmful or unwanted substances into the environment, typically causing harm to ecosystems, human health, or the planet
Παραδείγματα
The factory was fined for the pollution of the nearby stream with toxic waste.
Το εργοστάσιο επιβλήθηκε πρόστιμο για τη μόλυνση του κοντινού ρυακιού με τοξικά απόβλητα.
Deforestation and the burning of fossil fuels contribute to the pollution of the atmosphere.
Η αποψίλωση των δασών και η καύση ορυκτών καυσίμων συμβάλλουν στην ρύπανση της ατμόσφαιρας.
03
ρύπανση, μόλυνση
the condition or state in which something such as air, water, or land is polluted
Παραδείγματα
The city has been in a state of pollution for years due to poor waste management.
Η πόλη βρίσκεται σε κατάσταση ρύπανσης εδώ και χρόνια λόγω κακής διαχείρισης απορριμμάτων.
The region ’s pollution has led to poor air quality, making it difficult to breathe.
Η ρύπανση της περιοχής έχει οδηγήσει σε κακή ποιότητα αέρα, κάνοντας δύσκολη την αναπνοή.
Λεξικό Δέντρο
pollution
pollute



























