Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Policewoman
01
αστυνομικός, γυναίκα αστυνομικός
a woman whose job is to protect people, catch criminals, and make sure that laws are obeyed
Παραδείγματα
The policewoman responded quickly to the emergency call, ensuring the safety of those involved in the incident.
Η αστυνομικός απάντησε γρήγορα στην έκτακτη κλήση, διασφαλίζοντας την ασφάλεια των εμπλεκομένων στο περιστατικό.
She trained for several months to become a policewoman, determined to serve and protect her community.
Εκπαιδεύτηκε για αρκετούς μήνες για να γίνει αστυνομικός, αποφασισμένη να υπηρετήσει και να προστατεύσει την κοινότητά της.
Λεξικό Δέντρο
policewoman
police
woman



























