Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Policeman
01
αστυνομικός, αξιωματικός αστυνομίας
a man whose job is to protect people, catch criminals, and make sure that laws are obeyed
Παραδείγματα
The policeman arrived at the scene of the accident to ensure everyone's safety and gather information.
Ο αστυνομικός έφτασε στη σκηνή του ατυχήματος για να διασφαλίσει την ασφάλεια όλων και να συλλέξει πληροφορίες.
She always dreamed of becoming a policeman to help her community and make a difference in people's lives.
Πάντα ονειρευόταν να γίνει αστυνομικός για να βοηθήσει την κοινότητά της και να κάνει τη διαφορά στη ζωή των ανθρώπων.



























