LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Pointlessness
/pˈɔɪntləsnəs/
/pˈɔɪntləsnəs/
Noun (1)
Ορισμός και Σημασία του "pointlessness"
Pointlessness
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΌ
01
total lack of meaning or ideas
word family
point
point
Noun
pointless
Adjective
pointlessness
Noun
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
pointlessly
pointless
pointing trowel
pointing out
pointing
pointrel
pointsman
pointy
pointy-toed
poise
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App